χυλοποιώ

χυλοποιώ
χυλοποιῶ, -έω, ΝΜΑ, και μτγν. τ. παθ. χιλοποιοῡμαι, -έομαι, Α
μεταβάλλω σε χυλό κατά την πέψη
νεοελλ.
πολτοποιώ
αρχ.
παθ. μετατρέπομαι σε χυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + -ποιώ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χυλοποιῶ — χυλοποιέω make into pres subj act 1st sg (attic epic doric) χυλοποιέω make into pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • χιλοποιούμαι — έομαι, Α (μτγν τ.) βλ. χυλοποιώ …   Dictionary of Greek

  • χυλοποίηση — η / χυλοποίησις, ήσεως, ΝΜΑ, και μτγν. τ. χιλοποίησις Α [χυλοποιῶ] μετατροπή τών τροφών σε χυλό κατά τη διαδικασία τής πέψης νεοελλ. πολτοποίηση …   Dictionary of Greek

  • χυλοποιητικός — ή, ό, Ν αυτός που συντελεί στη χυλοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”